- πλακοδοκός
- η, Ν(δομ.) ειδική μορφή δοκού από οπλισμένο σκυρόδεμα που χρησιμοποιείται κυρίως στη γεφυροποιία και αποτελείται από πλάκα συνδεδεμένη μέσω τού οπλισμού της, που αναλαμβάνει τις διατμητικές τάσεις, με άλλη δοκό ή ενισχυτικό νεύρο, σχηματίζοντας έτσι σύνθετο δομικό στοιχείο διατομής Τ.
Dictionary of Greek. 2013.